μπόρεση

μπόρεση
η
η δύναμη, η ικανότητα να μπορεί κάποιος να κάνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπορώ + κατάλ. -ση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μπόρεση — η το να μπορεί κανείς να κάνει κάτι, η δύναμη: Δεν είχε μπόρεση να ξεφύγει από την παρανομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ημπόρεση — και μπόρεση, η (Μ ἠμπόρεση και ἐμπόρεση, μπόρεσις, μπόρεση, μπόρηση) 1. δύναμη 2. δυνατότητα 3. κυριαρχία, εξουσία 4. κατοχή, κυριότητα 5. οικονομική άνεση. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μπόρεση] …   Dictionary of Greek

  • εμπόρεση — και μπόρεση, η 1. δύναμη («έδειχνε την εμπόρεση τσ αγάπης τη μεγάλη», Ερωτόκρ.) 2. γεν. κατάσταση («γνωρίζοντας ποιές είμαστε και την εμπόρεση μας», Φόρτουν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”